ἐγγυηταί

ἐγγυηταί
ἐγγυητής
one who gives security
masc nom/voc pl
ἐγγυητός
plighted
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Γέροντας, Άγγελος — (Αθήνα 1785 – 1862). Δημογέροντας της Αθήνας, Φιλικός και αγωνιστής της Επανάστασης του 1821. Καταγόταν από ευγενή παλαιό αθηναϊκό οίκο και αποτελούσε, με τον Προκόπιο και τον Παλαιολόγο Βενιζέλο, την τριμελή Δημογεροντία της Αθήνας από το 1820.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”